σαρκαστής

σαρκαστής
ο, Ν
αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρκαστής — ο αυτός που σαρκάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαρκασμό ή στον σαρκαστή 2. αυτός που λέγεται ή γίνεται με σαρκασμό, ειρωνικός, χλευαστικός («σαρκαστικό γέλιο»). Επιρρ. σαρκαστικώς και σαρκαστικά Ν με σαρκασμό, με ειρωνεία, με σκωπτική διάθεση.… …   Dictionary of Greek

  • είρωνας — ο που μιλάει ή γράφει με ειρωνεία, ο σαρκαστής, ο χλευαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούχτρα — η 1. έντομο που το τσίμπημά του προξενεί καυστικό πόνο. 2. το θαλασσινό ζώο ακαλήφη, η γλοιώδης μέδουσα των ελληνικών θαλασσών, η τσουλούφα, η θαλασσομάνα. 3. μτφ., άνθρωπος πειραχτικός, δηκτικός, σαρκαστής: Τι τσούχτρα είναι, τον στενοχώρησε τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”